ὁμοκλεής

ὁμοκλεής
ὁμοκλεής
1 called by the same name as c. dat. ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα (τὸ δὲ Τηνερικὸν πεδίον ἀπὸ Τηνέρου προσαγόρευεται, Strabo) fr. 51d.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομοκλεής — ὁμοκλεής, ές (Μ) αυτός που είναι το ίδιο ένδοξος με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλεής (< κλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”