- ὁμοκλεής
- ὁμοκλεής1 called by the same name as c. dat. ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα (τὸ δὲ Τηνερικὸν πεδίον ἀπὸ Τηνέρου προσαγόρευεται, Strabo) fr. 51d.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ομοκλεής — ὁμοκλεής, ές (Μ) αυτός που είναι το ίδιο ένδοξος με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλεής (< κλέος)] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek